cal
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
cal
(fr)
ο
κάλος
Καταλανικά
(ca)
Ρηματικός τύπος
cal
(ca)
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
caldre
:
πρέπει
Ρουμανικά
(ro)
Ουσιαστικό
cal
(ro)
(
θηλαστικό ζώο
)
το
άλογο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.