άρρυθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρρυθμος η άρρυθμη το άρρυθμο
      γενική του άρρυθμου της άρρυθμης του άρρυθμου
    αιτιατική τον άρρυθμο την άρρυθμη το άρρυθμο
     κλητική άρρυθμε άρρυθμη άρρυθμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρρυθμοι οι άρρυθμες τα άρρυθμα
      γενική των άρρυθμων των άρρυθμων των άρρυθμων
    αιτιατική τους άρρυθμους τις άρρυθμες τα άρρυθμα
     κλητική άρρυθμοι άρρυθμες άρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άρρυθμος < αρχαία ελληνική ἄρρυθμος < + ῥυθμός

Επίθετο

άρρυθμος

  1. ο χωρίς ρυθμό
    • αυτός που δεν κρατά/τηρεί σωστούς χρόνους
     αντώνυμα: ρυθμικός
  2. ο χωρίς συμμετρία
     αντώνυμα: εύρυθμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.