άρπισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρπισμα τα αρπίσματα
      γενική του αρπίσματος των αρπισμάτων
    αιτιατική το άρπισμα τα αρπίσματα
     κλητική άρπισμα αρπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρπισμα < άρπ(α) + -ισμα, απόδοση για την ιταλική arpeggio ή τη γαλλική arpège[1]  δείτε τη λέξη άρπα < ιταλική arpa < πρωτογερμανική *arbiją

Ουσιαστικό

άρπισμα ουδέτερο

  1. (μουσική) η εκτέλεση μιας συγχορδίας με γρήγορο διαδοχικό παίξιμο καθεμιάς νότας
  2. (μουσική) το μουσικό σημείο (σημάδι) σε παρτιτούρα που υποδεικνύει τον παραπάνω τρόπο εκτέλεσης[2]
     συνώνυμα: αρποειδές[2] (παρωχημένο)

Συγγενικά

  • αρπίστας
  •  και δείτε τη λέξη άρπα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. άρπισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1935, σ. 397.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.