άρπισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άρπισμα | τα | αρπίσματα |
| γενική | του | αρπίσματος | των | αρπισμάτων |
| αιτιατική | το | άρπισμα | τα | αρπίσματα |
| κλητική | άρπισμα | αρπίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
άρπισμα ουδέτερο
- (μουσική) η εκτέλεση μιας συγχορδίας με γρήγορο διαδοχικό παίξιμο καθεμιάς νότας
- (μουσική) το μουσικό σημείο (σημάδι) σε παρτιτούρα που υποδεικνύει τον παραπάνω τρόπο εκτέλεσης[2]
Συγγενικά
- αρπίστας
- → και δείτε τη λέξη άρπα
Αναφορές
- άρπισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1935, σ. 397.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.