αρπέτζιο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρπέτζιο < ιταλική arpeggio < arpeggiare < arpa < πρωτογερμανική *arbiją

Ουσιαστικό

αρπέτζιο ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) άρπισμα, αρπισμός
      «[…] Κι έπειτα απ' όλα αυτά φοβάμαι πως το μόνο που απομένει είναι εξάσκηση, εξάσκηση και περισσότερη εξάσκηση - κλίμακες και αρπέτζιο μέχρι να πονέσουν οι άκρες των δακτύλων σου». Από την αστυνομική νουβέλα του Άντριου (Άντυ) Λέιν, Η κόκκινη βδέλλα, μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2012, ISBN 978-960-501-767-5)· πρόσβαση: 2019-09-11.

  • αρπέτζο
  • αρπέζ

Συγγενικά

  • αρπετζιάτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.