αρπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρπισμός | οι | αρπισμοί |
| γενική | του | αρπισμού | των | αρπισμών |
| αιτιατική | τον | αρπισμό | τους | αρπισμούς |
| κλητική | αρπισμέ | αρπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρπισμός < άρπισμ(α) (ουδέτερο) + μεταπλασμός σε αρσενικό -ός. → δείτε και τη λέξη άρπα
Μεταφράσεις
αρπισμός
|
Πηγές
- αναφορά της λέξης στο λήμμα αρπέζ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.