άνω και κάτω τελεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άνω και κάτω τελεία | οι | άνω και κάτω τελείες |
| γενική | της | άνω και κάτω τελείας | των | άνω και κάτω τελειών |
| αιτιατική | την | άνω και κάτω τελεία | τις | άνω και κάτω τελείες |
| κλητική | άνω και κάτω τελεία | άνω και κάτω τελείες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
άνω και κάτω τελεία θηλυκό
- (σημείο στίξης) που αποτελείται από δύο τελείες, η μία λίγο κάτω από την άλλη, και που χρησιμοποιείται πριν από την απαρίθμηση στοιχείων, την εισαγωγή κειμένου που λέγεται κατά λέξη (παροιμία, παράθεμα κλπ.), ή μια εξήγηση
- σύμβολο: :
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.