δίστιγμο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίστιγμο < (δις) δί- + στιγμ(ή) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.stiɣ.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίστιγμο

Ουσιαστικό

δίστιγμο ουδέτερο

  1. (διακριτικό σημάδι) η άνω και κάτω τελεία
  2. (τυπογραφία) διάστημα πάχους δύο κενών ή στιγμών ανάμεσα σε δύο λέξεις

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.