ατζάς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ατζάς < μεσαιωνική ελληνική ἄντζα (και ἄτζα) < μεσαιωνική λατινική *ancia [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈd͡zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατζάς

Ουσιαστικό

ατζάς αρσενικό

  • (ιδιωματικό, ανθρώπινο σώμα) γάμπα
 δείτε και τη λέξη άντζα

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 68.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.