γάμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάμπα οι γάμπες
      γενική της γάμπας
    αιτιατική τη γάμπα τις γάμπες
     κλητική γάμπα γάμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gamba (μηρός ανθρώπου, τμήμα της κάλτσας και του παντελονιού στο ύψος της κνήμης) < υστερολατινική camba / gamba (πόδι αλόγου και γενικά τετράποδου) < αρχαία ελληνική καμπή (δωρικά : καμπά) (κάμψη, λύγισμα, καμπυλωτό τμήμα, άρθρωση) (αντιδάνειο)
Τατουάζ σε ανθρώπινη γάμπα.

Ουσιαστικό

γάμπα θηλυκό

  • (ανθρώπινο σώμα) το πίσω σαρκώδες μέρος της κνήμης
      Το νερό έτρεχε βρύση από τα λούκια, πιτσιλούσε τρόγυρα κι αναγκάζονταν οι κυρίες να σηκώνουν το φουστάνι πάνω από τον αστράγαλο, ωσάμ' εκεί που άρχιζε η γάμπα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.