ἄτζα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἄτζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική anca < μεσαιωνική λατινική *hanca < φραγκική *hanka < πρωτογερμανική *ankō (άρθρωση, κλείδωση) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ang- (άρθρωση, κλείδωση)

Ουσιαστικό

ἄτζα θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.