κλείδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλείδωση | οι | κλειδώσεις |
| γενική | της | κλείδωσης* | των | κλειδώσεων |
| αιτιατική | την | κλείδωση | τις | κλειδώσεις |
| κλητική | κλείδωση | κλειδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κλειδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλείδωση < μεσαιωνική ελληνική κλείδωσις < ελληνιστική κοινή κλείδωσις < κλειδόω / κλειδῶ < αρχαία ελληνική κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.ðo.si/
Ουσιαστικό
κλείδωση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.