αντεροβγάλτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντεροβγάλτης οι αντεροβγάλτες
      γενική του αντεροβγάλτη των αντεροβγαλτών
    αιτιατική τον αντεροβγάλτη τους αντεροβγάλτες
     κλητική αντεροβγάλτη αντεροβγάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντεροβγάλτης < άντερο + -ο- + βγάζω (αόριστος: έβγαλα) + -της

Ουσιαστικό

αντεροβγάλτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.