ἄνισος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἄνισος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἄνισος, -ος, -ον, συγκριτικός: ἀνισώτερος

  1. άνισος, ασύμμετρος
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 8, 558c
    Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
    Αυτά έχει και άλλα όμοια πολλά πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστο, με μεγάλη ποικιλία και με τέλειαν αναρχία, αφού μοιράζει κάποιαν ισότητα ομοίως σε ίσους και ανίσους.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 157c
    Ὡς οὖν ὁ Χερσίας ἀπεσιώπησεν, ὑπολαβὼν ὁ Κλεόδωρος, «ἀλλὰ καὶ τοὺς σοφούς,» εἶπεν, «ὑμᾶς ὁρῶμεν ἀνίσοις μέτροις τὰς κτήσεις νενεμημένας πρὸς ἀλλήλους ἔχοντας.»
    Καθώς ο Χερσίας έμεινε σιωπηλός, πήρε το λόγο ο Κλεόδωρος και είπε: «Και σας όμως τους σοφούς σάς βλέπουμε να έχετε τις περιουσίες μοιρασμένες με άνισα μεταξύ σας μέτρα».
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greeklanguage.gr
  2. άδικος

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ἀνισοβαρής
  • ἀνισοδιάστατος
  • ἀνισοδύναμος
  • ἀνισόδρομος
  • ἀνισοειδής
  • ἀνισοφυές
  • ἀνισογώνιος
  • ἀνισοκρατέω
  • ἀνισολαμπής
  • ἀνισόμετρος
  • ἀνισομήκης
  • ἀνισοπαχέω
  • ἀνισοπαχής
  • ἀνισοπλατής
  • ἀνισόπλευρος
  • ἀνισοπληθής
  • ἀνισόρροπος
  • ἀνισοσκελής
  • ἀνισοσθενής
  • ἀνισόστροφος
  • ἀνισοταχής
  • ἀνισότης
  • ἀνισοτοιχέω
  • ἀνισότονος
  • ἀνισουψής
  • ἀνισόω
  • ἀνισόχρονος
  • ἀνίσως (επίρρημα)
  • ἀντανισόω
  • αὐτοάνισον
  • διανίσομαι
  • ἐπανισόω
  • μετανίσομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.