άνθινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνθινος η άνθινη το άνθινο
      γενική του άνθινου της άνθινης του άνθινου
    αιτιατική τον άνθινο την άνθινη το άνθινο
     κλητική άνθινε άνθινη άνθινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνθινοι οι άνθινες τα άνθινα
      γενική των άνθινων των άνθινων των άνθινων
    αιτιατική τους άνθινους τις άνθινες τα άνθινα
     κλητική άνθινοι άνθινες άνθινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άνθινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνθινος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈan.θi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άνθινος

Επίθετο

άνθινος, -η, -ο

  1. αυτός που αποτελείται ή φέρει άνθη, λουλούδια
    άνθινο στεφάνι
  2. (οινοποιία) αρωματισμένος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.