λουλουδένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουλουδένιος η λουλουδένια το λουλουδένιο
      γενική του λουλουδένιου της λουλουδένιας του λουλουδένιου
    αιτιατική τον λουλουδένιο τη λουλουδένια το λουλουδένιο
     κλητική λουλουδένιε λουλουδένια λουλουδένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουλουδένιοι οι λουλουδένιες τα λουλουδένια
      γενική των λουλουδένιων των λουλουδένιων των λουλουδένιων
    αιτιατική τους λουλουδένιους τις λουλουδένιες τα λουλουδένια
     κλητική λουλουδένιοι λουλουδένιες λουλουδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λουλουδένιος < λουλούδι + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /lu.luˈðe.ɲos/

Επίθετο

λουλουδένιος

  1. που φτιάχνεται από λουλούδια
  2. που μοιάζει με λουλούδι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.