εξάμβλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάμβλωση | οι | εξαμβλώσεις |
| γενική | της | εξάμβλωσης* | των | εξαμβλώσεων |
| αιτιατική | την | εξάμβλωση | τις | εξαμβλώσεις |
| κλητική | εξάμβλωση | εξαμβλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξαμβλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξάμβλωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάμβλω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξαμβλόω / ἐξαμβλῶ < ἐξ +ἀμβλόω < ἀμβλύς. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + άμβλωση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈksaɱ.vlo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξάμ‐βλω‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐άμ‐βλω‐ση
Ουσιαστικό
εξάμβλωση θηλυκό
- (ιατρική) πρόωρη διακοπή της κύησης με τεχνητό τρόπο
- (μεταφορικά) η κακοποίηση
- ↪ εξάμβωλση του πολιτιστικού επιπέδου
Μεταφράσεις
εξάμβλωση
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.