άμαχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμαχος | η | άμαχη | το | άμαχο |
| γενική | του | άμαχου | της | άμαχης | του | άμαχου |
| αιτιατική | τον | άμαχο | την | άμαχη | το | άμαχο |
| κλητική | άμαχε | άμαχη | άμαχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμαχοι | οι | άμαχες | τα | άμαχα |
| γενική | των | άμαχων | των | άμαχων | των | άμαχων |
| αιτιατική | τους | άμαχους | τις | άμαχες | τα | άμαχα |
| κλητική | άμαχοι | άμαχες | άμαχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμαχος < αρχαία ελληνική ἄμαχος < ἀ- στερητικό + μάχομαι
Επίθετο
άμαχος, -η, -ο
- που δεν πολεμά σε έναν πόλεμο καθώς που δεν ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας
- ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών
Ουσιαστικό
άμαχος αρσενικό
- αυτός που ανήκει στον άμαχο πληθυσμό
- στους σύγχρονους πολέμους οι απώλειες σε αμάχους ξεπερνούν σε αριθμό τους θανάτους των στρατευμένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.