άλυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλυπος η άλυπη το άλυπο
      γενική του άλυπου της άλυπης του άλυπου
    αιτιατική τον άλυπο την άλυπη το άλυπο
     κλητική άλυπε άλυπη άλυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλυποι οι άλυπες τα άλυπα
      γενική των άλυπων των άλυπων των άλυπων
    αιτιατική τους άλυπους τις άλυπες τα άλυπα
     κλητική άλυποι άλυπες άλυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άλυπος < αρχαία ελληνική ἄλυπος < ἀ- + λύπη

Επίθετο

άλυπος

  1. που δεν λυπάται ή δεν έχει ζήσει λύπες
  2. που δεν προκαλεί λύπη
     αντώνυμα: λυπηρός, οδυνηρός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λύπη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.