άλγη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλγη οι άλγες
      γενική της άλγης των αλγών
    αιτιατική την άλγη τις άλγες
     κλητική άλγη άλγες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άλγη < γαλλική algue < λατινική alga <πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *alǵ- (είμαι αηδιαστικός / γλοιώδης)

Ουσιαστικό

άλγη θηλυκό

  • (βιολογία) φύκια ή άλλα φυτά που αναπτύσσονται σε αποικίες σε υδάτινο περιβάλλον
      Οι επιστήμονες μιλούν εγκωμιαστικά για μια νέα, πράσινη επανάσταση. Χρησιμοποιώντας τη γενετική μηχανική και εξελιγμένες μεθόδους εκτροφής και διαλογής, οι βιοχημικοί, και κυρίως αυτοί που εργάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετατρέπουν την μπλε και πράσινη άλγη σε μικροσκοπικά εργοστάσια πετρελαίου, αιθανόλης και ντίζελ. (*)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

άλγη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.