rando
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία 1
- rando < → δείτε τη λέξη random• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | rando |
| συγκριτικός | more rando |
| υπερθετικός | most rando |
- τυχαίος και ασήμαντος
- κάποιος μέσα σε πλήθος που έκανε ή έπαθε κάτι
- αλλοπρόσαλλος
Εσπεράντο (eo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.