rando

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

rando <  δείτε τη λέξη random Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

παραθετικά
θετικός rando
συγκριτικός more rando
υπερθετικός most rando

rando (en) (προφορικό)

  1. τυχαίος και ασήμαντος
  2. κάποιος μέσα σε πλήθος που έκανε ή έπαθε κάτι
  3. αλλοπρόσαλλος



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

rando < γερμανική Rand (άκρη) + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική randorandoj
αιτιατική randonrandojn

rando (eo)

  1. η άκρη
  2. η όχθη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.