χασομέρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασομέρης οι χασομέρηδες
      γενική του χασομέρη των χασομέρηδων
    αιτιατική τον χασομέρη τους χασομέρηδες
     κλητική χασομέρη χασομέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασομέρης < χασομερώ

Ουσιαστικό

χασομέρης αρσενικό

  • αυτός που δεν έχει δουλειά και περνάει τη μέρα του μη κάνοντας τίποτα, ο αργόσχολος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.