άγρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άγρευση | οι | αγρεύσεις |
| γενική | της | άγρευσης* | των | αγρεύσεων |
| αιτιατική | την | άγρευση | τις | αγρεύσεις |
| κλητική | άγρευση | αγρεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αγρεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άγρευση < (ελληνιστική κοινή) ἄγρευσις < αρχαία ελληνική ἀγρεύω
Μεταφράσεις
άγρευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.