άγγιχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγγιχτος η άγγιχτη το άγγιχτο
      γενική του άγγιχτου της άγγιχτης του άγγιχτου
    αιτιατική τον άγγιχτο την άγγιχτη το άγγιχτο
     κλητική άγγιχτε άγγιχτη άγγιχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγγιχτοι οι άγγιχτες τα άγγιχτα
      γενική των άγγιχτων των άγγιχτων των άγγιχτων
    αιτιατική τους άγγιχτους τις άγγιχτες τα άγγιχτα
     κλητική άγγιχτοι άγγιχτες άγγιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγγιχτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄγγιχτος < ἀγγίζω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγγιχτος
τονικό παρώνυμο: αγγιχτός

Επίθετο

άγγιχτος, -η, -ο

  1. συνώνυμο του ανέγγιχτος
  2. (μεταφορικά) ανέπαφος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.