άγγιχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άγγιχτος | η | άγγιχτη | το | άγγιχτο |
| γενική | του | άγγιχτου | της | άγγιχτης | του | άγγιχτου |
| αιτιατική | τον | άγγιχτο | την | άγγιχτη | το | άγγιχτο |
| κλητική | άγγιχτε | άγγιχτη | άγγιχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άγγιχτοι | οι | άγγιχτες | τα | άγγιχτα |
| γενική | των | άγγιχτων | των | άγγιχτων | των | άγγιχτων |
| αιτιατική | τους | άγγιχτους | τις | άγγιχτες | τα | άγγιχτα |
| κλητική | άγγιχτοι | άγγιχτες | άγγιχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άγγιχτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄγγιχτος < ἀγγίζω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άγ‐γι‐χτος
- τονικό παρώνυμο: αγγιχτός
Μεταφράσεις
άγγιχτος
|
→ δείτε τη λέξη ανέγγιχτος |
Αναφορές
- άγγιχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.