βρασμένος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρασμένος η βρασμένη το βρασμένο
      γενική του βρασμένου της βρασμένης του βρασμένου
    αιτιατική τον βρασμένο τη βρασμένη το βρασμένο
     κλητική βρασμένε βρασμένη βρασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρασμένοι οι βρασμένες τα βρασμένα
      γενική των βρασμένων των βρασμένων των βρασμένων
    αιτιατική τους βρασμένους τις βρασμένες τα βρασμένα
     κλητική βρασμένοι βρασμένες βρασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

βρασμένος

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου βράζω

Αντώνυμα

  • άβραστος


Μεταφράσεις

    βρασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.