Ημαθία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ημαθία | οι | Ημαθίες |
| γενική | της | Ημαθίας | των | Ημαθιών |
| αιτιατική | την | Ημαθία | τις | Ημαθίες |
| κλητική | Ημαθία | Ημαθίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ημαθία < αρχαία ελληνική Ἠμαθίη / Ἠμαθία[1] < ἄμαθος[1] (άμμος / ἄμμος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sámh₂dʰos < *sem-
Κύριο όνομα
Ημαθία θηλυκό
-
Ημαθία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ημαθία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.