Στρουθιόμορφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Στρουθιόμορφο | τα | Στρουθιόμορφα |
| γενική | του | Στρουθιόμορφου | των | Στρουθιόμορφων |
| αιτιατική | το | Στρουθιόμορφο | τα | Στρουθιόμορφα |
| κλητική | Στρουθιόμορφο | Στρουθιόμορφα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στρουθιόμορφα < στρουθίο + -ο- + μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική passériformes)
Κύριο όνομα
Στρουθιόμορφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
- στρουθιόμορφος
- → δείτε τις λέξεις στρουθίο και μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.