σμυρναϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμυρναϊκός η σμυρναϊκή το σμυρναϊκό
      γενική του σμυρναϊκού της σμυρναϊκής του σμυρναϊκού
    αιτιατική τον σμυρναϊκό τη σμυρναϊκή το σμυρναϊκό
     κλητική σμυρναϊκέ σμυρναϊκή σμυρναϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμυρναϊκοί οι σμυρναϊκές τα σμυρναϊκά
      γενική των σμυρναϊκών των σμυρναϊκών των σμυρναϊκών
    αιτιατική τους σμυρναϊκούς τις σμυρναϊκές τα σμυρναϊκά
     κλητική σμυρναϊκοί σμυρναϊκές σμυρναϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σμυρναϊκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σμυρναϊκός [1] < Σμύρνη ( του Σμύρνα), με θέμα Σμυρνα- + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /zmiɾ.naiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμυρναϊκός

Επίθετο

σμυρναϊκός -ή, -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.