σμυρναϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμυρναϊκός | η | σμυρναϊκή | το | σμυρναϊκό |
| γενική | του | σμυρναϊκού | της | σμυρναϊκής | του | σμυρναϊκού |
| αιτιατική | τον | σμυρναϊκό | τη | σμυρναϊκή | το | σμυρναϊκό |
| κλητική | σμυρναϊκέ | σμυρναϊκή | σμυρναϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμυρναϊκοί | οι | σμυρναϊκές | τα | σμυρναϊκά |
| γενική | των | σμυρναϊκών | των | σμυρναϊκών | των | σμυρναϊκών |
| αιτιατική | τους | σμυρναϊκούς | τις | σμυρναϊκές | τα | σμυρναϊκά |
| κλητική | σμυρναϊκοί | σμυρναϊκές | σμυρναϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σμυρναϊκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σμυρναϊκός [1] < Σμύρνη ( του Σμύρνα), με θέμα Σμυρνα- + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmiɾ.naiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμυρ‐ναϊ‐κός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σμυρναϊκός
|
→ δείτε τη λέξη σμυρναίικος |
- σμυρναϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.