ρούσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρούσικος | η | ρούσικη | το | ρούσικο |
| γενική | του | ρούσικου | της | ρούσικης | του | ρούσικου |
| αιτιατική | τον | ρούσικο | τη | ρούσικη | το | ρούσικο |
| κλητική | ρούσικε | ρούσικη | ρούσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρούσικοι | οι | ρούσικες | τα | ρούσικα |
| γενική | των | ρούσικων | των | ρούσικων | των | ρούσικων |
| αιτιατική | τους | ρούσικους | τις | ρούσικες | τα | ρούσικα |
| κλητική | ρούσικοι | ρούσικες | ρούσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρούσικος < → λείπει η ετυμολογία
- Ρούσος (εθνικό όνομα)
Μεταφράσεις
ρούσικος
|
→ δείτε τη λέξη ρωσικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.