Πασάογλου

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Πασάογλου οι Πασάογλοι
& Πασαογλαίοι
οι Πασάογλου
      γενική του/της Πασάογλου των Πασάογλων
& Πασαογλαίων
των Πασάογλου
    αιτιατική τον/την Πασάογλου τους Πασάογλους
& Πασαογλαίους
τους/τις Πασάογλου
     κλητική Πασάογλου Πασάογλοι
& Πασαογλαίοι
Πασάογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πασάογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική Paşaoğlu (επώνυμο). Μορφολογικά αναλύεται σε Πασά(ς) + -ογλου, και οι δύο λέξεις < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈsa.o.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πασάoγλου

Κύριο όνομα

Πασάογλου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.