Πασάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πασάς | οι | Πασάδες |
| γενική | του | Πασά | των | Πασάδων |
| αιτιατική | τον | Πασά | τους | Πασάδες |
| κλητική | Πασά | Πασάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐σάς
Κύριο όνομα
Πασάς αρσενικό
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Pasas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.