Πασάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πασάς οι Πασάδες
      γενική του Πασά των Πασάδων
    αιτιατική τον Πασά τους Πασάδες
     κλητική Πασά Πασάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς - κλίση: ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πασάς < πασάς < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική (τουρκική paşa) < περσική  δείτε περισσότερα στο πασάς

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈsas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πασάς

Κύριο όνομα

Πασάς αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Πασά)
  2. ονομασία νησίδων της Ελλάδας
  3. χαρακτήρας από τον Καραγκιόζη

Συγγενικά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.