Παναγιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παναγιώτης οι Παναγιώτηδες
      γενική του Παναγιώτη των Παναγιώτηδων
    αιτιατική τον Παναγιώτη τους Παναγιώτηδες
     κλητική Παναγιώτη Παναγιώτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παναγιώτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Παναγιώτης < Παναγί(α)[1] + -ώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.naˈʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παναγιώτης

Κύριο όνομα

Παναγιώτης αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις Παναγία και άγιος ονόματα:

  • Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Παναγιώτης' στο Βικιλεξικό

όπως

επίσης:

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.