Νότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νότης | οι | Νότηδες |
| γενική | του | Νότη | των | Νότηδων |
| αιτιατική | τον | Νότη | τους | Νότηδες |
| κλητική | Νότη | Νότηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νότης < → λείπει η ετυμολογία ... όπως Παναγιώτης, .... ή ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.