Πατής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πατής < (άμεσο δάνειο) τουρκική pati (πόδι ζώου) +

Κύριο όνομα

Πατής αρσενικό

Μεταγραφές

Πηγές

  • Πατής σελ.148 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.