Παλαιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παλαιολόγος οι Παλαιολόγοι
      γενική του Παλαιολόγου των Παλαιολόγων
    αιτιατική τον Παλαιολόγο τους Παλαιολόγους
     κλητική Παλαιολόγε Παλαιολόγοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παλαιολόγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Παλαιολόγος. Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + -λόγος.

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.le.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παλαιολόγος

Κύριο όνομα

Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολόγου)

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. ανδρικό όνομα[1]

Μεταγραφές

 και δείτε  μεταγραφές του μεσαιωνικού επωνύμου

Αναφορές

  1. Αρχειοθήκη Κυκλάδων, ανακτήθηκε 12/11/2023



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Παλαιολόγος < λείπει η ετυμολογία
Μορφολογικά αναλύεται σε παλαιο- + λόγος

Κύριο όνομα

Παλαιολόγος αρσενικό (θηλυκό Παλαιολογίνα)

  • ανδρικό επώνυμο
      11ος αιώνας Ιωάννης Σκυλίτζης, Continuatio Scylitzae, 141 (γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)) @catholiclibrary.org
    Ἦσαν δὲ ὅ τε Παλαιολόγος Νικηφόρος, ὁ ὑπέρτιμος καὶ τῶν φιλοσόφων ὕπατος Κωνσταντῖνος ὁ Ψελλὸς καὶ ἐπὶ πᾶσιν ὁ καῖσαρ, ὁ τοῦ προβεβασιλευκότος σύναιμος, οἳ τὸ ὅσον μὲν ἐπ' αὐτοῖς οὐδὲ ζῆν ᾑροῦντο αὐτόν·

Κλιτικοί τύποι

  • Παλαιολόγου (γενική ενικού)
  • Παλαιολόγον (αιτιατική ενικού)
  • Παλαιολόγε (κλητική)
  • Παλαιολόγων (γενική πληθυντικού)

Παράγωγα

Συγγενικά

  • παλαιολογία

Μεταγραφές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.