Παλαιολογόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παλαιολογόπουλος | οι | Παλαιολογόπουλοι & Παλαιολογοπουλαίοι1 |
| γενική | του | Παλαιολογόπουλου & Παλαιολογοπούλου |
των | Παλαιολογόπουλων2 & Παλαιολογοπουλαίων |
| αιτιατική | τον | Παλαιολογόπουλο | τους | Παλαιολογόπουλους3 & Παλαιολογοπουλαίους |
| κλητική | Παλαιολογόπουλε | Παλαιολογόπουλοι & Παλαιολογοπουλαίοι | ||
| 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Παλαιολογοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Παλαιολογοπούλους | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παλαιολογόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Παλαιολογόπουλος < Παλαιολόγ(ος) + -όπουλος
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Palaeologopoulos
Πηγές
- Παλαιολογόπουλος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.