Μισσισσιπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μισσισσιπής
      γενική του Μισσισσιπή
    αιτιατική τον Μισσισσιπή
     κλητική Μισσισσιπή
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Μισσισσιπής αρσενικό

  1. ποταμός των ΗΠΑ
  2. ποταμός του Καναδά, στην πολιτεία Οντάριο

  • Μισσισσιππής
  • Μισισιπής

  • Μισσισσίππι (ουδέτερο· πολιτεία των ΗΠΑ)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.