Οντίν

Νέα ελληνικά (el)

Georg von Rosen, Oden som vandringsman (1886), «Οντίν, ο περιπλανώμενος)».

Ετυμολογία

Οντίν < παλαιά νορβηγική Óðinn < πρωτογερμανική *Wōdanaz < *wōþuz (οργή) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weh₂t- (ερεθισμένος, οργισμένος)

Κύριο όνομα

Οντίν αρσενικό άκλιτο

  • (σκανδιναβική μυθολογία, θεωνύμιο) ο πιο σοφός των θεών της σκανδιναβικής μυθολογίας (ο Βόταν στα αρχαία σαξονικά), κυρίαρχος της γης και του ουρανού, γενάρχης, με τη σύζυγό του Φρίγκα, όλων των θεών Άζεν·[1] λατρευόταν και από τους αρχαίους γερμανικούς λαούς.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Στα παλαιά νορβηγικά æsir (πληθυντικός), στον ενικό áss (Ας).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.