Μυρτώος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | Μυρτώος | η | Μυρτώα | το | Μυρτώο |
| γενική | του | Μυρτώου | της | Μυρτώας | του | Μυρτώου |
| αιτιατική | τον | Μυρτώο | τη | Μυρτώα | το | Μυρτώο |
| κλητική | Μυρτώε | Μυρτώα | Μυρτώο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | Μυρτώοι | οι | Μυρτώες | τα | Μυρτώα |
| γενική | των | Μυρτώων | των | Μυρτώων | των | Μυρτώων |
| αιτιατική | τους | Μυρτώους | τις | Μυρτώες | τα | Μυρτώα |
| κλητική | Μυρτώοι | Μυρτώες | Μυρτώα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- Μυρτώος < αρχαία ελληνική Μυρτῷος < Μύρτιλος
Επίθετο
Μυρτώος, -α, -ο
- που αναφέρεται στο Μυρτώο Πέλαγος
- Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος. (Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον)
- ουσιαστικοποιημένο αρσενικό προσωνύμιο του Απόλλωνα
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο το Μυρτώο Πέλαγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.