Μυρτώος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο Μυρτώος η Μυρτώα το Μυρτώο
      γενική του Μυρτώου της Μυρτώας του Μυρτώου
    αιτιατική τον Μυρτώο τη Μυρτώα το Μυρτώο
     κλητική Μυρτώε Μυρτώα Μυρτώο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι Μυρτώοι οι Μυρτώες τα Μυρτώα
      γενική των Μυρτώων των Μυρτώων των Μυρτώων
    αιτιατική τους Μυρτώους τις Μυρτώες τα Μυρτώα
     κλητική Μυρτώοι Μυρτώες Μυρτώα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Μυρτώος < αρχαία ελληνική Μυρτῷος < Μύρτιλος

Επίθετο

Μυρτώος, -α, -ο

  1. που αναφέρεται στο Μυρτώο Πέλαγος
    Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος. (Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον)
  2. ουσιαστικοποιημένο αρσενικό προσωνύμιο του Απόλλωνα
  3. ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο το Μυρτώο Πέλαγος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.