Μηνάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μηνάς | οι | Μηνάδες |
| γενική | του | Μηνά | των | Μηνάδων |
| αιτιατική | τον | Μηνά | τους | Μηνάδες |
| κλητική | Μηνά | Μηνάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μηνάς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μηνᾶς. Πιθανόν, συνδέεται με το ρήμα μηνώ < μηνύω (ειδοποιώ, στέλνω μήνυμα) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : }Μη‐νάς
- τονικό παρώνυμο: μήνας
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.