Μηδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μηδία οι Μηδίες
      γενική της Μηδίας των Μηδιών
    αιτιατική τη Μηδία τις Μηδίες
     κλητική Μηδία Μηδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μηδία < αρχαία ελληνική Μηδία < Μῆδος

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈði.a/
τονικό παρώνυμο: Μήδεια
παρώνυμο: μύδια

Κύριο όνομα

Μηδία θηλυκό

  1. αρχαία χώρα στη βορειοδυτική Περσία, όπου κατοικούσαν οι Μήδοι
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.