Μήδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μήδος | οι | Μήδοι |
| γενική | του | Μήδου | των | Μήδων |
| αιτιατική | τον | Μήδο | τους | Μήδους |
| κλητική | Μήδε | Μήδοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μήδος < αρχαία ελληνική Μῆδος < αρχαία περσική 𐎶𐎠𐎭𐎠- (Māda-)
Κύριο όνομα
Μήδος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) ο κάτοικος της Μηδίας
- (κατ’ επέκταση) ο Πέρσης
- Μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Μήδειας και του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας.
-
Μήδοι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.