Μήδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μήδος οι Μήδοι
      γενική του Μήδου των Μήδων
    αιτιατική τον Μήδο τους Μήδους
     κλητική Μήδε Μήδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μήδος < αρχαία ελληνική Μῆδος < αρχαία περσική 𐎶𐎠𐎭𐎠- (Māda-)

Κύριο όνομα

Μήδος αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) ο κάτοικος της Μηδίας
  2. (κατ’ επέκταση) ο Πέρσης
  3. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Μήδειας και του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.