Μενιδιάτης

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.niˈðʝa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μενιδιάτης

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μενιδιάτης οι Μενιδιάτες
      γενική του Μενιδιάτη των Μενιδιατών
    αιτιατική τον Μενιδιάτη τους Μενιδιάτες
     κλητική Μενιδιάτη Μενιδιάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μενιδιάτης < Μενίδ(ι) + -ιάτης

Κύριο όνομα

Μενιδιάτης αρσενικό (θηλυκό Μενιδιάτισσα)

  • (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Μενίδι, όπως το Μενίδι στην Αττική
      Οι Αχαρνείς ή Μενιδιάτες, όπως θα τους λέγαμε σήμερα, κάθε άλλο παρά «τραχείς, απαίδευτοι κι άμουσοι» ήταν στην αρχαιότητα, όπως τους παρουσιάζει ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Αχαρνείς». (Κοντράρου, Ν. άρθρο 2009.12.02. εφημερίδα Ελευθεροτυπία)

Συγγενικά

αρχαία ελληνικά:

  • Ἀχαρνεύς

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μενιδιάτης οι Μενιδιάτηδες
      γενική του Μενιδιάτη των Μενιδιάτηδων
    αιτιατική τον Μενιδιάτη τους Μενιδιάτηδες
     κλητική Μενιδιάτη Μενιδιάτηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μενιδιάτης < πατριδωνυμικό Μενιδιάτης

Κύριο όνομα

Μενιδιάτης αρσενικό (θηλυκό Μενιδιάτη)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.