Μενίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Μενίδι | τα | Μενίδια |
| γενική | του | Μενιδίου | των | Μενιδίων |
| αιτιατική | το | Μενίδι | τα | Μενίδια |
| κλητική | Μενίδι | Μενίδια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈni.ði/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐νί‐δι
Κύριο όνομα
Μενίδι ουδέτερο, (καθαρεύουσα: Μενίδιον)
Συγγενικά
Αναφορές
- Ιστορία των Αχαρνών, Δήμος Αχαρνών, ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2020
- σελ. 188 - Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1950). "Συμβολή στη μορφολογία των νεοελληνικών επωνύμων". Επιστημονικές Επετηρίδες Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (πλοήγηση)
- Άμαντος, Κωνσταντίνος (1964), Γλωσσικά Μελετήματα, σελ.267 @books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.