Κολωνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κολωνός | οι | Κολωνοί |
| γενική | του | Κολωνού | των | Κολωνών |
| αιτιατική | τον | Κολωνό | τους | Κολωνούς |
| κλητική | Κολωνέ | Κολωνοί | ||
| συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κολωνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κολωνός < κολωνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.loˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λω‐νός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Κολωνός | ||
| γενική | τοῦ | Κολωνοῦ | ||
| δοτική | τῷ | Κολωνῷ | ||
| αιτιατική | τὸν | Κολωνόν | ||
| κλητική ὦ! | Κολωνέ | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κολωνός < κολωνός
Πηγές
- Κολωνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.