κολωνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κολωνός | οἱ | κολωνοί |
| γενική | τοῦ | κολωνοῦ | τῶν | κολωνῶν |
| δοτική | τῷ | κολωνῷ | τοῖς | κολωνοῖς |
| αιτιατική | τὸν | κολωνόν | τοὺς | κολωνούς |
| κλητική ὦ! | κολωνέ | κολωνοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολωνώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κολωνοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολώνη
Συγγενικά
- Κολωνεύς
- Κολωνέται
- Κολωνῖται
- Κολωνός
Πηγές
- κολωνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολωνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.