Καστίλλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καστίλλη
      γενική της Καστίλλης
    αιτιατική την Καστίλλη
     κλητική Καστίλλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καστίλλη < υστερολατινική Castilla < λατινική castella < πληθυντικός αριθμός του castellum[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈsti.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καστίλλη

Κύριο όνομα

Καστίλλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιστορία) εσαιωνικό βασίλειο (και προηγουμένως κομητεία) στην Ιβηρική Χερσόνησο
  2. μια ασαφώς καθορισμένη περιοχή της κεντρικής Ισπανίας που αντιστοιχεί γενικά στις περιοχές της Παλαιάς και της Νέας Καστίλλης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.