Καστίλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καστίλη
      γενική της Καστίλης
    αιτιατική την Καστίλη
     κλητική Καστίλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καστίλη <  δείτε τη λέξη Καστίλλη

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈsti.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καστίλη

Κύριο όνομα

Καστίλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.