Καρολίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καρολίνα | οι | Καρολίνες |
| γενική | της | Καρολίνας | — | |
| αιτιατική | την | Καρολίνα | τις | Καρολίνες |
| κλητική | Καρολίνα | Καρολίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾoˈli.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρο‐λί‐να
Ετυμολογία 1
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2

Η θέση της Βόρειας Καρολίνας στης ΗΠΑ

Η θέση της Νότιας Καρολίνας στις ΗΠΑ
- Καρολίνα < αγγλική Carolina < Carolus, το όνομα του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Αγγλίας
Κύριο όνομα
Καρολίνα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ονομασία πολιτειών των ΗΠΑ, η Βόρεια Καρολίνα και η Νότια Καρολίνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.