Κάρολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κάρολος | οι | Κάρολοι |
| γενική | του | Καρόλου & Κάρολου |
των | Καρόλων |
| αιτιατική | τον | Κάρολο | τους | Καρόλους |
| κλητική | Κάρολε | Κάρολοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ɾo.los/
- κράλης
-
Κάρολος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Κάρολος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.