Carolina
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| Carolina | Carolinas |
Ετυμολογία
- Carolina < λατινική Carol(us) + -ina
- (πολιτείες ΗΠΑ) < το όνομα του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Αγγλίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌkæɹ.əˈlaɪ.nə/
- ⓘ
Αναφορές
- Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Carolina < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Carolina < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Carolina < → λείπει η ετυμολογία
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Carolina < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Naiset ens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.